- αποίκιλος
- ἀποίκιλος, -ον (AM) [ποικίλος]αστόλιστος, αδιακόσμητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποίκιλος — unadorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλως — ἀποίκιλος unadorned adverbial ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλον — ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc sg ἀποίκιλος unadorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλοις — ἀποίκιλος unadorned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλους — ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλῳ — ἀποίκιλος unadorned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλα — ἀποίκιλος unadorned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλοι — ἀποίκιλος unadorned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek